- καπελάνος
- ο (Μ καπελλᾱνος και καππελᾱνος)ανακτορικός ιερέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappellano].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καππελλάνος — καππελλάνος, ὁ (Μ) ο καπελάνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappellano] … Dictionary of Greek
Πιζάνο, Ενρίκο — (Pisano). Ιταλός ποιητής του 12ου αι. από την Πίζα, παρεκκλησιάρχης (καπελάνος) της αρχιεπισκοπής της Πίζας. Του αποδίδεται το έργο Liber Maiolichinus, ποίημα σε εξάμετρο, στο οποίο υμνεί τη νίκη των Πιζανών εναντίον των Σαρακηνών της Μαγιόρκας… … Dictionary of Greek